Ἰνδικῇ

Ἰνδικῇ
Ἰνδικός
a
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… …   Dictionary of Greek

  • ινδική φυλή — Σύνολο ατόμων ευρωποειδούς τύπου, ιδιαίτερα διαδεδομένη από το Αφγανιστάν έως τις νότιες ζώνες της Ινδικής χερσονήσου, με μεγάλη ποικιλία τύπων κατά περιοχές. Η ερμηνεία για το φαινόμενο αυτό πρέπει να αναζητηθεί στην ιστορία της περιοχής και… …   Dictionary of Greek

  • ἰνδικῇ — ἰνδικάζω fut ind mid 2nd sg (doric) ἰνδικάζω fut ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰνδική — Ἰνδικός a fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδική έρημος — Βλ. λ. Ταρ …   Dictionary of Greek

  • Βισνού — Ινδική θεότητα που κατά τις Βέδες είναι η ενέργεια που διαποτίζει το σύμπαν. Στον ινδουισμό έλαβε τεράστια σπουδαιότητα, επειδή θεωρήθηκε ο θεός που ξυπνά το σύμπαν για μια νέα ζωή στην αρχή κάθε κοσμικού αιώνα (κάλπα)ή η αρχή που συντηρεί τη ζωή …   Dictionary of Greek

  • Ίντρα — Ινδική θεότητα του βεδικού πανθέου, βασιλιάς των επουράνιων θεών. Αδελφός του Άγκνι, αποτελεί προσωποποίηση του Ήλιου και της βροχής και εκσφενδονίζει τους κεραυνούς. Συχνά εμφανίζεται εποχούμενος σε χρυσό άρμα με κίτρινα άλογα, φορώντας… …   Dictionary of Greek

  • Παρβάτι — Ινδική θεά, σύζυγος του Σίβα, γνωστή και με τα ονόματα Ντουργκά, Κάλι και Ούμα. Κόρη του Ντάκσα, έπεσε στη φωτιά κατά τη διάρκεια μιας φιλονικίας με τον Σίβα, και ξαναγεννήθηκε ύστερα ως Ντουργκά, τρομερή θεότητα, κόρη του Χιμαλάγια. Βοηθούμενη… …   Dictionary of Greek

  • ἰνδικῆι — ἰνδικῇ , ἰνδικάζω fut ind mid 2nd sg (doric) ἰνδικῇ , ἰνδικάζω fut ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίμα — Ινδική φυλή, που ζούσε τον 16o αι. στις όχθες του ποταμού Χίλα και στους πρόποδες της Σιέρα Μάδρε, στην περιοχή, όπου βρίσκεται σήμερα η Πολιτεία Αριζόνα των ΗΠΑ. Η βασική τους ασχολία ήταν, από παλιά, η αρδευτική αγροκαλλιέργεια. Καλλιεργούσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”